Το μετά.
Τόσο τρομακτικό. Αβέβαιο, σκοτεινό, σχεδόν ανύπαρκτο. Είναι λογικό να φοβάσαι αυτό που δεν ξέρεις. Ακόμα πιο λογικό αυτό που σε επηρεάζει κάθε ώρα και λεπτό ακόμα και αν κατά πάσα πιθανότητα δεν υπάρχει. Φόβος. Ασταμάτητος και αέναος. Για την απώλεια, για την μοναξιά, για τον θάνατο.
Το ταξίδι ξεκινάει. Άλλοτε μικρό, άλλοτε μεγάλο. Στην αρχή το αφήνεις να σε πάει. Δεν έχεις κάτι να χάσεις. Δεν γνωρίζεις καν τι έχεις, ή αν έχεις και κάτι. Μονάχα προχωράς. Στο σκοτάδι. Βήμα το βήμα δυναμώνει. Το αισθάνεσαι, η πίεση αυξάνεται. Πνίγεσαι. Το μόνο που μετράει είναι η επιβίωση. Να κρατηθείς στην πορεία σου, ζωντανός. Ακόμα δεν ξέρεις το γιατί. Γιατί να μείνεις ζωντανός; Τι σημαίνει να είσαι ζωντανός; Τι κάνει κάτι νεκρό, ουσιαστικά νεκρό και ανούσιο; Δεν ξέρεις. Αυτό σε τρομάζει ακόμα περισσότερο. Δεν βλέπεις λόγο να ελπίζεις. Σε σκοτώνει. Δεν ξέρεις που πατάς και πού βρίσκεσαι, ούτε ξέρεις το μετά που οδηγεί. Ακροβατείς κάπου μεταξύ της αβεβαιότητας και της σιγουριάς. Τίποτα δεν δικαιολογεί την ύπαρξη ούτε όμως την ανυπαρξία σου. Είσαι ένα τίποτα. Μια σταγόνα στον ωκεανό.
Όμως κάτι λάμπει. Μια ύπαρξη μέσα σου. Μια μικρή ψιθυριστή φωνή. Όμορφη όσο χιλιάδες φτερωτά ηλιοβασιλέματα, διαπεραστική όσο η σιωπή του χειμωνιάτικου αέρα, αιώνια όσο η ίδια η πλάση. Σε αγγίζει. Κλαις. Πέφτεις στο πάτωμα, ακόμα δεν καταλαβαίνεις. Τι σου συμβαίνει; Γιατί ελπίζεις; Είναι κάποιου είδους αστείο όλο αυτό; Κάποιο άρρωστο παιχνίδι του μυαλού;
Η φωνή σου ψιθυρίζει. "Τίποτα δεν πεθαίνει. Ποτέ.".
"Τι εννοεί; Ασυναρτησίες, χαζές λέξεις, χωρίς κανένα νόημα. Γιατί μου μιλάει αν είναι να μη μου λέει τίποτα;"
Δεν τελείωσε. Να το πάλι. Το ακούς.
"Όπως έπεσες θα ξανανέβεις. Όπως πέθανες θα ξαναγεννηθείς. Δεν υπάρχει τέλος. Δεν υπάρχει λάθος. Δεν υπάρχει τύχη. Όλα θα γίνουν όπως πρέπει. Το ξέρεις. Η γνώση σε τυφλώνει. Σου λέει ψέματα. Μην την ακούς. Μη φοβάσαι το σκοτάδι. Είναι εκεί μόνο για να σε προστατεύσει."
Το νερό τρέχει. Τα μάτια ανοίγουν. Ένα μικρό φως λάμπει στη γωνία. Το βλέμμα ξεθολώνει. Είσαι πίσω. Οι σταγόνες ξεγυμνώνουν το γυμνό κορμί σου. Το διαπερνούν, όπως το φως το τζάμι. Διαχέονται μέσα σου. Τροφοδοτούν τις ρίζες της ψυχής σου.
Βαπτίστηκες ξανά.
Η ζωή σου σου ανήκει.
Η μήπως το αντίθετο;