Saturday, July 25, 2015

Ο Ανεμιστήρας.

Πάνε χρόνια. Δεν θυμάμαι πολλά.
Ο καιρός πέρασε.
Ξέχασα, ξεχάστηκα. 

Το μόνο που θυμάμαι είναι μια αφόρητη, αφύσικη ζέστη. Μια ζέστη που έλιωνε περισσότερα από το κορμί μου. Έλιωνε το πνεύμα μου. Έκαιγε το μυαλό μου. Ένιωθα σαν ένα μυρμήγκι στην καυτή άσφαλτο. 
Μόνος, σε μια πόλη καμίνι.

Οι μέρες περνούσαν. Ο ανεμιστήρας ήταν ο πιο γνώριμος ήχος του τελευταίου μήνα. Ο πιο καλός μου φίλος. Η μάλλον πιο σωστά, ο πιο αναγκαίος μου εχθρός... 
Ζάλη. 

Ήταν λες και ξαφνικά κουφάθηκα. Δεν άκουγα πλέον τις φωνές των ανθρώπων, τα γέλια των παιδιών που έπαιζαν μπουγέλο στην πλατεία, το γλυκό κελάηδισμα των ερωτευμένων. Μόνο αυτόν τον απόκοσμο ήχο. Βζζζζζζζζζζζζζζζζ.

.
.
.

Βέβαια.. από την άλλη, υπήρχε κάτι ακόμα...

Άνοιξα την πόρτα. Έβαλα γρήγορα ένα ποτήρι κρύο νερό και της είπα να κάτσει στον δερμάτινο καναπέ μπροστά στην τηλεόραση. 

Για λίγο καθίσαμε χωρίς να λέμε κάτι, κοιταζόμασταν και πίναμε λίγο λίγο από το παγωμένο ποτήρι. Για μια στιγμή της γλίστρησε και έφυγε στο πάτωμα χωρίς όμως να σπάσει. Γέλασα. 
Ένιωσε άσχημα, ένιωσα όμορφα.

Ξαπλώσαμε. Την πήρα αγκαλιά. Το δέρμα μου άγγιξε στο δικό της. Την έπιασε κρύος ιδρώτας. Σχεδόν την ζήλευα. Μα πως μπορούσε; Πως κατάφερνε να αψηφίσει κάτι το τόσο ανυπόφορο;

Έμεινα εκεί για ώρες να την αγγίζω. Αφαιρέθηκα. Η σιωπή ήταν πρωτόγνωρη. Σιγά σιγά έσπασε. Για λίγο άκουσα τζιτζίκια έξω απ'το μπαλκόνι, άκουσα ακόμη και 1-2 παιδιά να γελάνε. 

Μα τι συνέβη; Της γύρισα το κεφάλι και την κοίταξα στα μάτια. Μου χαμογέλασε. Με έπιασε κρύος ιδρώτας. Μα πως;

Το ταβάνι άρχισε να στριφογυρίζει. Ο καναπές κουνιόταν. Τι συμβαίνει; Γύρισα και πάλι να την κοιτάξω. Σήκωσε το κεφάλι της από το στήθος μου και μου χαμογέλασε. Έβαλε το χέρι της στο αυτί και μου ψιθύρισε κάτι. Γούρλωσα τα μάτια και άρχισα να τρέμω. Κατέβασε το χέρι ήρεμη και μου έδωσε ένα φιλί. 

"Ωχ όχι..."

Τα μάτια άνοιξαν. 
Ο ήχος όλο και δυνάμωνε...
Βζζζζζζζζ.