Saturday, March 29, 2014

Ελπίδα.

Καθήσαμε μαζί δίπλα δίπλα στο παγκάκι, κάτω απο τα δέντρα. Ο ήλιος να φωτίζει απαλά την θάλασσα και το πρωινό αεράκι να δροσίζει τα πρόσωπά μας.  Με κοίταξε και μου είπε.
- Είσαι ο μόνος άνθρωπος που με καταλαβαίνει, αλλά ούτε εσύ μπορείς να με βοηθήσεις πλέον, δεν είμαι όπως παλιά.
Τον κοίταξα, είχε δάκρυα στα μάτια και ένα κενό βλέμμα καθώς κοιτούσε το πάτωμα.
- Αφήστε με να πεθάνω, είπε και ξέσπασε σε κλάματα.
Τον κοίταξα και τον πλησίασα.
- Η ζωή είναι ένα δώρο που λίγοι έχουν την πολυτέλεια να την ευχαριστηθούν στο έπακρον και αυτοί οι λίγοι δεν είναι ούτε πλούσιοι, ούτε ισχυροί, ούτε καν διάσημοι και πετυχημένοι. Είναι αυτοί που έχουν δίπλα τους μια ενωμένη οικογένεια που τους αγαπάει και τους στηρίζει μέχρι την τελευταία τους πνοή.
Μου χαμογέλασε. Γύρισε πάλι το βλέμμα του κάτω και είπε.
- Και τι να το κάνω όταν δεν μπορώ να ζήσω όπως θέλω, να κινηθώ, να μιλήσω όπως κάποτε.
Του έπιασα το χέρι και τον αγκάλιασα.
- Κοίτα παππού, κάποια στιγμή το σώμα φθείρεται και αδυνατίζει. Ο θάνατος είναι ένα μονοπάτι που όλοι θα το διαβούμε. Το θέμα είναι να ζήσουμε καλά και εναρμονισμένα μέχρι εκείνη την καταραμμένη μέρα. Το να κλαίμε και να γκρινιάζουμε δεν οδηγεί πουθενά. Καταλαβαίνω πως μετά απο το περιστατικό δεν νιώθεις όπως κάποτε αλλά είσαι εδώ μαζί μου.
- Όπως τα λες είναι, αλλά δεν υπάρχει και κάτι που να μου δίνει ελπίδα.
Έβαλα το χέρι στην τσέπη του μπουφάν μου και έβγαλα μια φωτογραφία.
- Κοίταξε λίγο και πες μου τι βλέπεις.
Πήρε στα χέρια του την φωτογραφία και είπε συγκινημένος.
- Εσύ μωρό, με την μαμά...
- Ναι εμείς είμαστε. Και αυτή η φωτογραφία είναι μόνο ένα μέρος της οικογένειας που έχεις χτίσει μαζί με την γιαγιά. Μια οικογένεια που μεγαλώσατε με κόπο και αγάπη. Τώρα αυτό που βλέπεις σου δίνει ελπίδα;
- Ναι...
Είπε και με αγκάλιασε.
- Θέλω να μου υποσχεθείς πως θα προσπαθήσεις να θυμάσαι αυτές τις στιγμές και αυτές τις φωτογραφίες κάθε φορά που θα νιώθεις μοναξιά.
Έβγαλε ένα χαρτομάντηλο απο την τσέπη και σκούπισε το πρόσωπό του.
- Τις θυμάμαι συνεχώς, αλλά φοβάμαι. Το νιώθω πως θα πεθάνω. Και ταλαιπωρώ κι εσάς τζάμπα.
Κούμπωσα το μπουφάν μου και του είπα.
- Όταν έρθει αυτή η στιγμή θα είμαστε όλοι εκεί να σου κρατάμε το χέρι. Μέχρι τότε συνέχισε να μας ταλαιπωρείς.
Σηκώθηκα πάνω και του έδωσα το χέρι μου. Αυτός το έπιασε και σηκώθηκε απο το παγκάκι.
- Σε ευχαριστώ. Είπε
Τον έπιασα αγκαζέ.
- Άσε τις ευχαριστίες μου χρωστάς μια βόλτα. Μην τεμπελιάζεις... Έχουμε κι ένα κορμί να χτίσουμε!
Τον κοίταξα γελώντας.
- Χαχα πάμε!
Με κοίταξε κι αυτός χαμογελώντας και άρχισαμε να περπατάμε.

Ελπίδα ή παρόρμηση της στιγμής, το χαμόγελο το πήρα.
Αφιερωμένο στον καλύτερό μου φίλο και παππού Παναγιώτη.